- ανάσα
- η1. ανάσασμα, αναπνοή2. μικρό διάλειμμα στην εργασία, ανάπαυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασαίνω, υποχωρητ. (πρβλ. ανασταίνω: ανάστα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάσα — ανάσα, η και ανασασμός, ο και ανασασμό, το 1. η αναπνοή: Από το κρύο μού κόπηκε η ανάσα. 2. ανάπαυλα, ξεκούραση: Από την πολλή δουλειά δε μένει καιρός γι’ ανάσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απνευστί — (Α ἀπνευστί) επίρρ. με μιαν ανάσα, μονορούφι αρχ. χωρίς πνοή, χωρίς ανάσα … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia
Eftichia Papagianopoulos — ( el. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), also spelled as Eftihia Papagianopoulou, (1893 1972) was a Greek lyricist. She was born in Aidini near Smyrna (now İzmir) in Asia Minor in 1893. She left Smyrna in 1919 because of the Greek Turkish war; just three … Wikipedia
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
Sakis Rouvas — beim Eurovision Song Contest 2009 Anastasios Sakis Rouvas[1] (* 5. Januar 1972 auf Korfu; griechisch Σάκης Ρουβάς) ist ein griechischer Sänger … Deutsch Wikipedia
Me Kommeni Tin Anasa — Greatest hits album by Sakis Rouvas Released October 5, 1999 … Wikipedia
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
άπλα — η 1. ανοιχτός, υπαίθριος χώρος 2. γεν. ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ανασαίνω ανάσα, λερώνω λέρα κ.λπ.) ή < απλός (πρβλ. φαλακρός φαλάκρα)] … Dictionary of Greek
αδιάπνευστος — η, ο (Α ἀδιάπνευστος, ον) 1. αυτός που έχει έλλειψη διαπνοής, εξαερισμού 2. αυτός που δεν επιτρέπει τη διαπνοή, την εξάτμιση αρχ. 1. αυτός που δεν εξατμίζεται 2. ο χωρίς ανάσα, αδιάκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαπνέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιαπνευστῶ] … Dictionary of Greek